περιορισμένος
(προωθήθηκε από περιορισμένη)Μεταφράσεις
περιορισμένος
(periori'zmenos) αρσενικόπεριορισμένη
(periori'smeni) θηλυκόπεριορισμένο
limited, finitelimitéограниченныйمحدودةограничен有限有限begrænsetמוגבלbegränsadจำกัด (periori'smeno) ουδέτεροεπίθετο
1. λίγος Ο χρόνος μου είναι περιορισμένος.
2. στενός περιορισμένος κύκλος φίλων
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.