περιποιητικός
(προωθήθηκε από περιποιητική)Μεταφράσεις
περιποιητικός
(peripiiti'kos) αρσενικόπεριποιητική
(peripiiti'ci) θηλυκόπεριποιητικό
(peripiiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
εξυπηρετικός περιποιητικός σύντροφος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.