περιφραγμένος
(προωθήθηκε από περιφραγμένη)Μεταφράσεις
περιφραγμένος
(perifraɣ'menos) αρσενικόπεριφραγμένη
(perifraɣ'meni) θηλυκόπεριφραγμένο
enclosedcerradoeingeschlossenzamknięteuzavřený (perifraɣ'meno) ουδέτεροεπίθετο
κλεισμένος με φράκτη περιφραγμένη αυλή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.