περιφραγμένος
(προωθήθηκε από περιφραγμένη)Μεταφράσεις
περιφραγμένος
(perifraɣ'menos) αρσενικόπεριφραγμένη
(perifraɣ'meni) θηλυκόπεριφραγμένο
cerradozamknięteuzavřenýenclosedeingeschlossen (perifraɣ'meno) ουδέτεροεπίθετο
κλεισμένος με φράκτη περιφραγμένη αυλή