πεταχτός
(προωθήθηκε από πεταχτό)Μεταφράσεις
πεταχτός
(peta'xtos) αρσενικόπεταχτή
(peta'xti) θηλυκόπεταχτό
(peta'xto) ουδέτεροεπίθετο
1. ζωηρός με πεταχτό βήμα
2. βιαστικός πεταχτό φιλί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.