Πετσί - ορισμός του πετσί από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b5%cf%84%cf%83%ce%af
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.598.493.353
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πετσί
Μεταφράσεις
πετσί
(
pe'tsi
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
1.
πέτσα
peau
θηλυκό
είμαι πάρα πολύ αδύνατος
n'avoir que la peau sur les os
2.
κατεργασμένο δέρμα
cuir
αρσενικό
ένα κομμάτι πετσί
un morceau de cuir
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πετοσϕαίριση
πετούνια
πέτρα
πετραδάκι
πετράδι
πετρέλαιο
πετρελαιοκηλίδα
πετρελαιοπηγή
πέτρινη
πέτρινο
πέτρινος
πετρίτης
πετροβάμβακας
πετροβολάω
πετροβολώ
πετρολογία
Πέτρος
πετροσέλινο
πετρώδες
πετρώδης
πέτρωμα
πετρώνω
πέτσα
πετσέτα
πετσέτα μπάνιου
πετσέτα πιάτων
πετσέτα προσώπου
πετσέτα τσαγιού
πετσέτα φαγητού
πετσετάκι
πετσί
πέτσινη
πέτσινο
πέτσινος
πετσοκόβω
πετυχαίνω
πετυχημένη
πετυχημένο
πετυχημένος
πετυχυμένος
πετώ
πετώ μακριά
πεύκη
πεύκο
πευκοβελόνα
πεύκος
πέφτω
πέψη
πήγα
πηγάδι
πηγάζω
πηγαία
πηγαινέλα
Πηγαίνετε ευθεία
πηγαινοέρχομαι
Πηγαίνουμε
πηγαίνω
Πηγαίνω στην παραλία
Πηγαίνω στο ...
πηγαίο
πηγαίος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close