Πετώ - ορισμός του πετώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b5%cf%84%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.605.417.123
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πετώ
Μεταφράσεις
πετώ
fly
,
throw
,
dump
,
chuck
,
fling
,
hurl
,
jet
πετώ
voler
,
lancer
,
jeter
πετώ
يَطيرُ
,
يُلْقي النُّفَايات
πετώ
letět, vyhodit
πετώ
flyve, smide
πετώ
fallen lassen
,
fliegen
πετώ
deshacerse de
,
tirar
,
volar
πετώ
dumpata, lentää
πετώ
baciti, letjeti
πετώ
gettare
,
volare
πετώ
投げ捨てる, 飛ぶ
πετώ
날다, 털썩 떨어뜨리다
πετώ
dumpen
,
vliegen
πετώ
dumpe
,
fly
πετώ
polecieć
,
zrzucić
πετώ
deitar fora
,
jogar fora
,
voar
πετώ
летать
,
сваливать
πετώ
dumpa, flyga
πετώ
ทิ้ง, บิน
πετώ
atmak
,
uçmak
πετώ
bay, vứt bỏ
πετώ
倾倒
,
飞翔
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πέτρινος
πετρίτης
πετροβάμβακας
πετροβολάω
πετροβολώ
πετρολογία
Πέτρος
πετροσέλινο
πετρώδες
πετρώδης
πέτρωμα
πετρώνω
πέτσα
πετσέτα
πετσέτα μπάνιου
πετσέτα πιάτων
πετσέτα προσώπου
πετσέτα τσαγιού
πετσέτα φαγητού
πετσετάκι
πετσί
πέτσινη
πέτσινο
πέτσινος
πετσοκόβω
πετυχαίνω
πετυχημένη
πετυχημένο
πετυχημένος
πετυχυμένος
πετώ
πετώ μακριά
πεύκη
πεύκο
πευκοβελόνα
πεύκος
πέφτω
πέψη
πήγα
πηγάδι
πηγάζω
πηγαία
πηγαινέλα
Πηγαίνετε ευθεία
πηγαινοέρχομαι
Πηγαίνουμε
πηγαίνω
Πηγαίνω στην παραλία
Πηγαίνω στο ...
πηγαίο
πηγαίος
Πήγασος
πηγεμός
πηγή
πηγούνι
πηδάλιο
πηδάω
πήδημα
πήδηξα
πηδηχτή
πηδηχτό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close