Πηγεμός - ορισμός του πηγεμός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b7%ce%b3%ce%b5%ce%bc%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.631.760
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πηγεμός
Μεταφράσεις
πηγεμός
(
piʝe'mos
)
ουσιαστικό
αρσενικό
το να πηγαίνει κν κάπου
aller
αρσενικό
στον πηγεμό και στον γυρισμό
à l'aller et au retour
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πέτσινο
πέτσινος
πετσοκόβω
πετυχαίνω
πετυχημένη
πετυχημένο
πετυχημένος
πετυχυμένος
πετώ
πετώ μακριά
πεύκη
πεύκο
πευκοβελόνα
πεύκος
πέφτω
πέψη
πήγα
πηγάδι
πηγάζω
πηγαία
πηγαινέλα
Πηγαίνετε ευθεία
πηγαινοέρχομαι
Πηγαίνουμε
πηγαίνω
Πηγαίνω στην παραλία
Πηγαίνω στο ...
πηγαίο
πηγαίος
Πήγασος
πηγεμός
πηγή
πηγούνι
πηδάλιο
πηδάω
πήδημα
πήδηξα
πηδηχτή
πηδηχτό
πηδηχτός
πήδος
πηδώ
πήζω
πηκτή
Πηλέας
πηλήκιο
πηλίκιο
πηλίκο
πήλινη
πήλινο
πήλινος
πηλός
πηνίο
πήξιμο
πήρα
Πήρατε λάθος αριθμό
Πήρατε το e-mail μου;
πηρούνι
πήχης
πηχτή
πηχτό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close