πηχτός
(προωθήθηκε από πηχτό)Μεταφράσεις
πηχτός
(pi'xtos) αρσενικόπηχτή
(pi'xti) θηλυκόπηχτό
dicht, zähflüssig, dick (pi'xto) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει πήξει πηχτή σάλτσα
2. μεταφορικά πυκνός πηχτό σκοτάδι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.