πικρός
(προωθήθηκε από πικρή)Μεταφράσεις
πικρός
(pi'kros) αρσενικόπικρή
(pi'kri) θηλυκόπικρό
bitter, acrid, acrimoniousamer, acide, âcreמרamarobitterbitterгорький, ожесточенныйمُرّhořkýbitterbitteramargo, durokitkeräoštarにがい쓴gorzkiamargobitterขมacıquyết liệt激烈的, 苦горчив苦 (pi'kro) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν έχει γλυκιά γεύση πικρός καφές
2. μεταφορικά σκληρός, δυσάρεστος πικρά λόγια
3. μεταφορικά θλιβερός, λυπητερός πικρός χωρισμός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.