πικρός
(προωθήθηκε από πικρό)Μεταφράσεις
πικρός
(pi'kros) αρσενικόπικρή
(pi'kri) θηλυκόπικρό
bitter, acrid, acrimoniousamer, acide, âcreמרamarobitterbitterгорький, ожесточенныйمُرّhořkýbitterbitteramargo, durokitkeräoštarにがい쓴gorzkiamargobitterขมacıquyết liệt激烈的, 苦苦горчив (pi'kro) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν έχει γλυκιά γεύση πικρός καφές
2. μεταφορικά σκληρός, δυσάρεστος πικρά λόγια
3. μεταφορικά θλιβερός, λυπητερός πικρός χωρισμός