πιπιλάω
(προωθήθηκε από πιπιλίζω)Μεταφράσεις
πιπιλάω
(pipi'lao)πιπιλίζω
(pipi'lizo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. βυζαίνω πιπίλα ή το δάχτυλο πιπιλάω το δάχτυλο
2. κρατάω κτ στο στόμα χωρίς να το καταπίνω πιπιλάω καραμέλα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.