Πιπιλίζω - ορισμός του πιπιλίζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b9%cf%80%ce%b9%ce%bb%ce%af%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.383.296.852
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πιπιλάω
(προωθήθηκε από
πιπιλίζω
)
Μεταφράσεις
πιπιλάω
(
pipi'lao
)
πιπιλίζω
(
pipi'lizo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
1.
βυζαίνω πιπίλα ή το δάχτυλο
sucer téter
πιπιλάω το δάχτυλο
sucer son pouce
2.
κρατάω κτ στο στόμα χωρίς να το καταπίνω
sucer
πιπιλάω καραμέλα
sucer un bonbon
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πίνακας ανακοινώσεων
πίνακας οργάνων
πινακίδα
πινακίδα αυτοκινήτου
πινάκιο
πινακοθήκη
πινγκ πονγκ
πινδαρικός
Πίνδαρος
πινέζα
πινελιά
πινέλο
Πίνετε γάλα;
πίντα
πίνω
πίξελ
πιο
Πιο σιγά!
πιόνι
πίπα
πιπεράτη
πιπεράτο
πιπεράτος
πιπέρι
πιπεριά
πιπερόριζα
πιπερόρριζα
πιπερώνω
πιπίλα
πιπιλάω
πιπιλίζω
πιράνχας
πιρόγα
πιρουέτα
πιρούνι
πιρουνιά
πίρσινγκ
πίσα
πισίνα
πισινή
πισινό
πισινός
πίσσα
πιστά
πίστα
πίστα αγώνων
πίστα αρχαρίων
πίστα πατινάζ
πιστευτός
πιστεύω
πιστή
πίστη
πιστό
πιστολάκι
πιστολάκι για τα μαλλιά
πιστόλι
πιστολιά
πιστόνι
πιστοποιητικό
πιστοποιητικό ασφάλισης
πιστοποιητικό γάμου
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close