πιστωτικός
(προωθήθηκε από πιστωτική)Μεταφράσεις
πιστωτικός
(pistoti'kos) αρσενικόπιστωτική
(pistoti'ci) θηλυκόπιστωτικό
creditcréditocreditocréditcréditoالائتمانкредит信用信用kreditluottoאשראיkredit (pistoti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με πίστωση πιστωτική κάρτα πιστωτικό όριο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.