πλάγιος
Μεταφράσεις
πλάγιος
('plaʝios) αρσενικόπλάγια
('plaʝia) θηλυκόπλάγιο
schrägcircuitous, lateral, obliqueboční측면 ('plaʝio) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει κλίση στο πλάι πλάγια θέση
2. έμμεσος πλάγια ερώτηση
3. από το πλάι, λοξός πλάγιο βλέμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.