πλακόστρωτος
(προωθήθηκε από πλακόστρωτη)Μεταφράσεις
πλακόστρωτος
(pla'kostrotos) αρσενικόπλακόστρωτη
(pla'kostroti) θηλυκόπλακόστρωτο
(pla'kostroto) ουδέτεροεπίθετο
στρωμένος με πλάκες πλακόστρωτη αυλή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.