πλακώνω
Μεταφράσεις
πλακώνω
(pla'kono)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. πέφτω πάνω από κπ ή κτ Το αυτοκίνητο πλάκωσε τη μοτοσυκλέτα.
2. μεταφορικά πιέζω, βαραίνω Με πλακώνει αυτή η ιστορία.
3. οικείο μεταφορικά δέρνω
τον δέρνω
τον δέρνω
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.