πλανητικός
(προωθήθηκε από πλανητικό)Μεταφράσεις
πλανητικός
(planiti'kos) αρσενικόπλανητική
(planiti'ci) θηλυκόπλανητικό
planetary (planiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τους πλανήτες το πλανητικό σύστημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.