πλειστηριασμός
Μεταφράσεις
πλειστηριασμός
auctionsubastaAuktionastaenchèresаукционveilingleilãoمزادтърг拍卖拍賣aukceauktionמכירה פומביתオークション경매auktion (plistiria'zmos)ουσιαστικό αρσενικό
δημόσια πώληση αγαθού σε όποιον προσφέρει περισσότερα πουλάω κτ στον πλειστηριασμό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.