Πλεκτή - ορισμός του πλεκτή από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%bb%ce%b5%ce%ba%cf%84%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.945.400.584
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πλεκτός
(προωθήθηκε από
πλεκτή
)
Μεταφράσεις
πλεκτός
(
ple'ktos
)
αρσενικό
πλεκτή
(
ple'kti
)
θηλυκό
πλεκτό
(
ple'kto
)
ουδέτερο
επίθετο
πλεγμένος
tricoté/-ée
πλεκτό πουλόβερ
un pull tricoté
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πλάτος
πλατσουρίζω
πλατύ
πλατύ χαμόγελο
πλατύβαθρο
πλατυποδία
πλατύπους
πλατύς
πλατύσκαλο
πλατύψαρα
πλατφόρμα
πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου
Πλάτων
πλατωνικός
πλατωνισμός
πλαφόν
πλαφονιέρα
πλέγμα
πλεγμένη
πλεγμένο
πλεγμένος
Πλειάδες
πλειοδοτώ
πλειονότητα
πλειοψηφία
πλειοψηφώ
πλειστηριασμός
πλειστηριαστής
πλείστος
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτό
πλεκτός
πλέκω
πλέκω με βελονάκι
πλεμάτι
Πλένεται;
πλένομαι
πλένω
πλέξη
πλεξιγκλάς
πλεξίδα
πλέξιμο
πλεξούδα
πλέον
πλεονάζων
πλεόνασμα
πλεονασματικός
πλεονασμός
πλεοναστική
πλεοναστικό
πλεοναστικός
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτική
πλεονεκτικό
πλεονεκτικός
πλεονέκτρια
πλεονεκτώ
πλεονεξία
πλεούμενο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close