Πλεονάζων - ορισμός του πλεονάζων από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%bb%ce%b5%ce%bf%ce%bd%ce%ac%ce%b6%cf%89%ce%bd
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.727.976.879
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πλεονάζων
Μεταφράσεις
πλεονάζων
redundant
,
laid off
πλεονάζων
مَصْرُوفٌ مِنَ الـخِدْمَة
πλεονάζων
propuštěný z práce
πλεονάζων
overflødig
πλεονάζων
arbeitslos
πλεονάζων
despedir a alguien
,
superfluo
πλεονάζων
irtisanottu
πλεονάζων
licencié
πλεονάζων
suvišan
πλεονάζων
licenziato
πλεονάζων
余剰人員として解雇された
πλεονάζων
해고 당한
πλεονάζων
overtollig
πλεονάζων
overflødig
πλεονάζων
zbyteczny
πλεονάζων
despedido
,
redundante
πλεονάζων
избыточный
πλεονάζων
överflödig
πλεονάζων
ซึ่งออกจากงาน
πλεονάζων
işten çıkarılmış
πλεονάζων
bị cho thôi việc
πλεονάζων
多余的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πλαφόν
πλαφονιέρα
πλέγμα
πλεγμένη
πλεγμένο
πλεγμένος
Πλειάδες
πλειοδοτώ
πλειονότητα
πλειοψηφία
πλειοψηφώ
πλειστηριασμός
πλειστηριαστής
πλείστος
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτό
πλεκτός
πλέκω
πλέκω με βελονάκι
πλεμάτι
Πλένεται;
πλένομαι
πλένω
πλέξη
πλεξιγκλάς
πλεξίδα
πλέξιμο
πλεξούδα
πλέον
πλεονάζων
πλεόνασμα
πλεονασματικός
πλεονασμός
πλεοναστική
πλεοναστικό
πλεοναστικός
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτική
πλεονεκτικό
πλεονεκτικός
πλεονέκτρια
πλεονεκτώ
πλεονεξία
πλεούμενο
πλευρά
πλευρίζω
πλευρικός χώρος στάθμευσης
πλευρό
πλεύση
πλέω
πληβείος
πληγή
πληγιάζω
πλήγμα
πληγωμένη
πληγωμένο
πληγωμένος
πληγώνομαι
πληγώνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close