πλεονεκτικός
(προωθήθηκε από πλεονεκτική)Μεταφράσεις
πλεονεκτικός
(pleonekti'kos) αρσενικόπλεονεκτική
(pleonekti'ci) θηλυκόπλεονεκτικό
vantajosoadvantageous (peonekti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που παρουσιάζει κπ πλεονέκτημα είμαι σε πλεονεκτική θέση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.