Πλεόνασμα - ορισμός του πλεόνασμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%bb%ce%b5%cf%8c%ce%bd%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.368.875.567
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πλεόνασμα
Μεταφράσεις
πλεόνασμα
excess
,
surplus
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πλαφονιέρα
πλέγμα
πλεγμένη
πλεγμένο
πλεγμένος
Πλειάδες
πλειοδοτώ
πλειονότητα
πλειοψηφία
πλειοψηφώ
πλειστηριασμός
πλειστηριαστής
πλείστος
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτό
πλεκτός
πλέκω
πλέκω με βελονάκι
πλεμάτι
Πλένεται;
πλένομαι
πλένω
πλέξη
πλεξιγκλάς
πλεξίδα
πλέξιμο
πλεξούδα
πλέον
πλεονάζων
πλεόνασμα
πλεονασματικός
πλεονασμός
πλεοναστική
πλεοναστικό
πλεοναστικός
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτική
πλεονεκτικό
πλεονεκτικός
πλεονέκτρια
πλεονεκτώ
πλεονεξία
πλεούμενο
πλευρά
πλευρίζω
πλευρικός χώρος στάθμευσης
πλευρό
πλεύση
πλέω
πληβείος
πληγή
πληγιάζω
πλήγμα
πληγωμένη
πληγωμένο
πληγωμένος
πληγώνομαι
πληγώνω
πληθαίνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close