πληρεξούσιος
(προωθήθηκε από πληρεξούσια)Μεταφράσεις
πληρεξούσιος
(plire'ksusios) αρσενικόπληρεξούσια
(plire'ksusia) θηλυκόπληρεξούσιο
proxy (plire'ksusio) ουδέτεροεπίθετο
που αντιπροσωπεύει επίσημα κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.