πληροφορημένος
(προωθήθηκε από πληροφορημένη)Μεταφράσεις
πληροφορημένος
(plirofori'menos) αρσενικόπληροφορημένη
(plirofori'meni) θηλυκόπληροφορημένο
informedinformiertinformatiinforméinformado通知通知informovániinformeret通知 (plirofori'meno) ουδέτεροεπίθετο
που έχει πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.