πλησιέστερος
(προωθήθηκε από πλησιέστερη)Μεταφράσεις
πλησιέστερος
(plisi'esteros) αρσενικόπλησιέστερη
(plisi'esteri) θηλυκόπλησιέστερο
plej proksimaplus procheclosestmás cercanoam nächstenближайшийالأقربнай-близката最接近最接近nejbližšíהקרוב ביותר最も近いnärmast (plisi'estero) ουδέτεροεπίθετο
που βρίσκεται πιο κοντά το πλησιέστερο φαρμακείο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.