πλουσιοπάροχος
(προωθήθηκε από πλουσιοπάροχη)Μεταφράσεις
πλουσιοπάροχος
(plusio'paroxos) αρσενικόπλουσιοπάροχη
(plusio'paroçi) θηλυκόπλουσιοπάροχο
(plusio'paroxo) ουδέτεροεπίθετο
πλούσιος πλουσιοπάροχο γεύμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.