πλούσιος
(προωθήθηκε από πλούσιο)Μεταφράσεις
πλούσιος
('plusios) αρσενικόπλούσια
('plusia) θηλυκόπλούσιο
reichrich, wealthy, lushricorichericcoغَنِيّbohatýrigrikasbogat金持ちの부유한rijkrikbogatyrico, Richбогатыйrikรวยzengingiàu có富的богат ('plusio) ουδέτεροεπίθετο
1. με μεγάλη οικονομική άνεση πλούσια χώραοικογένεια
2. γεμάτος, πλήρης από τροφή πλούσια σε βιταμίνες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.