Πνίξιμο - ορισμός του πνίξιμο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%bd%ce%af%ce%be%ce%b9%ce%bc%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.388.966.970
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πνίξιμο
Μεταφράσεις
πνίξιμο
الاختناق
(
'pniksimo
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το να πνίγεται κν
noyade
θηλυκό
étouffement
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πλωτήρας
πλωτό
πλωτός
πνεύμα
πνευματικά δικαιώματα
πνευματική
πνευματική ιδιοκτησία
πνευματικό
πνευματικός
πνευματισμός
πνευματοκρατία
πνευματώδες
πνευματώδης
πνευμοθώρακας
πνευμοκονίωση
πνεύμονας
πνευμονία
πνευμόνια
πνευμονικός
πνευμονολόγος
πνεύμωνας
πνευστή
πνευστό
πνευστός
πνιγηρή
πνιγηρό
πνιγηρός
πνιγμός
πνίγομαι
πνίγω
πνίξιμο
πνιχτή
πνιχτό
πνιχτός
πνοή
πόα
ποάνθρακας
πογκρόμ
ποδαρόδρομος
ποδηλασία
ποδηλάτης
ποδηλατικός
ποδηλάτισσα
ποδηλατιστής
ποδηλατίστρια
Ποδήλατο
ποδήλατο βουνού
ποδήλατο με δύο θέσεις
ποδηλατόδρομος
ποδηλατώ
πόδι
ποδιά
πόδια
ποδοβολητό
ποδόγυρος
ποδοκόπι
ποδοπατάω
ποδοπατώ
ποδοσφαιρική
ποδοσφαιρικό
ποδοσφαιρικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close