Πνευμοθώρακας - ορισμός του πνευμοθώρακας από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%bd%ce%b5%cf%85%ce%bc%ce%bf%ce%b8%cf%8e%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.381.848.132
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πνευμοθώρακας
Μεταφράσεις
πνευμοθώρακας
neumotórax
πνευμοθώρακας
pneumothorax
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πλουτισμός
πλουτοκρατία
πλούτος
Πλούτωνας
πλουτώνιο
Πλυντήριο
πλυντήριο αυτοκινήτων
πλυντήριο πιάτων
πλυντήριο ρούχων
πλυντήριο σελφ σέρβις
πλύνω
πλύση
πλύση εγκεφάλου
πλύσιμο
πλώρα
πλώρη
πλωτή
πλωτήρας
πλωτό
πλωτός
πνεύμα
πνευματικά δικαιώματα
πνευματική
πνευματική ιδιοκτησία
πνευματικό
πνευματικός
πνευματισμός
πνευματοκρατία
πνευματώδες
πνευματώδης
πνευμοθώρακας
πνευμοκονίωση
πνεύμονας
πνευμονία
πνευμόνια
πνευμονικός
πνευμονολόγος
πνεύμωνας
πνευστή
πνευστό
πνευστός
πνιγηρή
πνιγηρό
πνιγηρός
πνιγμός
πνίγομαι
πνίγω
πνίξιμο
πνιχτή
πνιχτό
πνιχτός
πνοή
πόα
ποάνθρακας
πογκρόμ
ποδαρόδρομος
ποδηλασία
ποδηλάτης
ποδηλατικός
ποδηλάτισσα
ποδηλατιστής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close