πνευστός
(προωθήθηκε από πνευστή)Μεταφράσεις
πνευστός
(pnef'stos) αρσενικόπνευστή
(pnef'sti) θηλυκόπνευστό
(pnef'sto) ουδέτεροεπίθετο
όργανο που βγάζει ήχο με τη βοήθεια του αέρα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.