ποδηλατιστής
(προωθήθηκε από ποδηλατίστρια)Μεταφράσεις
ποδηλατιστής
(poðilati'stis) αρσενικόποδηλατίστρια
(poðila'tistria) θηλυκόουσιαστικό
ποδηλάτης που κάνει αγώνες ποδηλασίας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.