πολυώροφος
(προωθήθηκε από πολυώροφο)Μεταφράσεις
πολυώροφος
(poli'orofos) αρσενικόπολυώροφη
(poli'orofi) θηλυκόπολυώροφο
(poli'orofo) ουδέτεροεπίθετο
που έχει πολλούς ορόφους πολυώροφο κτίριο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.