Πολύχρονη - ορισμός του πολύχρονη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%bf%ce%bb%cf%8d%cf%87%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.394.724.392
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πολύχρονος
(προωθήθηκε από
πολύχρονη
)
Μεταφράσεις
πολύχρονος
(
po'lixronos
)
αρσενικό
πολύχρονη
(
po'lixroni
)
θηλυκό
πολύχρονο
(
po'lixrono
)
ουδέτερο
επίθετο
που διαρκεί πολλά χρόνια
(de) plusieurs années
πολύχρονη προσπάθεια
un effort de plusieurs années
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πολυπλοκότητα
πολύποδας
πολυπολιτισμικός
πολύπριζο
πολύς
πολυσακχαρίτης
πολυσύλλαβη
πολυσύλλαβο
πολυσύλλαβος
πολυσύνθετη
πολυσύνθετο
πολυσύνθετος
πολυσύχναστη
πολυσύχναστο
πολυσύχναστος
πολυτάραχος
πολύτεκνη
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελές
πολυτελής
πολυτεχνείο
πολύτιμη
πολύτιμο
πολύτιμος
πολύτιμος λίθος
πολυτονικός
πολυφωνία
πολυφωνικός
πολύφωτο
πολύχρονη
πολύχρονο
πολύχρονος
πολύχρωμη
πολύχρωμο
πολύχρωμος
πολυωνυμικός
πολυώνυμο
πολύωρη
πολύωρο
πολύωρος
πολυώροφη
πολυώροφο
πολυώροφος
πολωνέζικος
Πολωνία
πολωνικά
πολωνικός
πολώνιο
Πολωνός
πόλωση
πόμολο
πομπή
πομπός
πομπώδες
πομπώδης
Πονάει
Πονάει εδώ
πονάω
πονεμένος
πονηρά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close