πολύωρος
(προωθήθηκε από πολύωρο)Μεταφράσεις
πολύωρος
(po'lioros) αρσενικόπολύωρη
(po'liori) θηλυκόπολύωρο
(po'lioro) ουδέτεροεπίθετο
που κρατάει πολλές ώρες πολύωρη συζήτηση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.