Πονόψυχο - ορισμός του πονόψυχο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%bf%ce%bd%cf%8c%cf%88%cf%85%cf%87%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.765.845.469
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πονόψυχος
(προωθήθηκε από
πονόψυχο
)
Μεταφράσεις
πονόψυχος
(
po'nopsixos
)
αρσενικό
πονόψυχη
(
po'nopsiçi
)
θηλυκό
πονόψυχο
compassionate
(
po'nopsixo
)
ουδέτερο
επίθετο
που είναι ευαίσθητος στη δυστυχία των άλλων
compatissant/-ante charitable
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Πολωνία
πολωνικά
πολωνικός
πολώνιο
Πολωνός
πόλωση
πόμολο
πομπή
πομπός
πομπώδες
πομπώδης
Πονάει
Πονάει εδώ
πονάω
πονεμένος
πονηρά
πονηρή
πονηριά
πονηρό
πονηρός
πόνι
πονόδοντος
πονοκέφαλος
πονόκοιλος
πονόλαιμος
πόνος
πόνος στην πλάτη
πόνος στο αφτί
πόνος χωρισμού
πονόψυχη
πονόψυχο
πονόψυχος
ποντάρω
ποντέλο
ποντίκι
ποντίκια
ποντικοβαρβακίνα
ποντικοκούραδο
ποντικοπαγίδα
ποντικός
ποντίφηκας
ποντόνι
πόντος
πονώ
ποόρισμα
ποπ
ποπκόρν
πορδή
πορεία
πόρθηση
πορθμείο
πορθμός
πορθώλιθος
πόρισμα
πόριτζ
πορνεία
πορνεύω
πόρνη
πορνό
πορνογραφία
πορνογραφικός
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close