1. κάλυψη απόστασης με τα πόδια cheminement αρσενικό marche θηλυκό δύσκολη πορεία un cheminement pénible ειρηνική πορεία une marche sans violence
2. κατεύθυνση, φορά direction θηλυκό route θηλυκό αλλάζω πορεία changer de direction
3. μεταφορικά διαδικασία, εξέλιξη route θηλυκό ακολουθώ κοινή πορεία faire route commune Στην πορεία παρουσιάστηκαν προβλήματα. En cours de route des problèmes ont surgi.