ποταμίσιος
(προωθήθηκε από ποταμίσιο)Μεταφράσεις
ποταμίσιος
(pota'misços) αρσενικόποταμίσια
(pota'misça) θηλυκόποταμίσιο
(pota'misço) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με ποταμό ποταμίσιο ψάρι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.