πραγματικός
(προωθήθηκε από πραγματικό)Μεταφράσεις
πραγματικός
(praɣmati'kos) αρσενικόπραγματική
(praɣmati'ci) θηλυκόπραγματικό
real, actual, factual, veritableحَقِيقِيّ, فِعْلِيّ, وَاقِعِيّpravý, skutečnýægte, faktisk, virkeligecht, wirklichreal, auténtico, TRUEaito, todellinen, varsinainenoriginal, réel, vraipravi, stvaranreale, vero実在の, 実際の, 本物の실제의, 진짜의, 현실의daadwerkelijk, echtekte, faktisk, virkeligprawdziwy, rzeczywistyreal, Verdadeiroнастоящий, подлинный, фактическийäkta, faktiskแท้จริง, ของแท้, ที่จริงgerçekcó thực, thật, thực sự实际的, 真实的, 真的אמיתי (praɣmati'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. υπαρκτός Ο κίνδυνος είναι πραγματικός.
2. ειλικρινής πραγματικός φίλος
3. αντικειμενικός πραγματική ιστορία
4. αληθινός Είναι πραγματικό μαργαριτάρι.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.