πραγματοποιήσιμος
(προωθήθηκε από πραγματοποιήσιμο)Μεταφράσεις
πραγματοποιήσιμος
(praɣmatopi'isimos) αρσενικόπραγματοποιήσιμη
(praɣmatopi'isimi) θηλυκόπραγματοποιήσιμο
feasiblefaisable, réalisable (praɣmatopi'isimo) ουδέτεροεπίθετο
που μπορεί να πραγματοποιηθεί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.