Πριν από ένα μήνα - ορισμός του πριν από ένα μήνα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%bd+%ce%b1%cf%80%cf%8c+%ce%ad%ce%bd%ce%b1+%ce%bc%ce%ae%ce%bd%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.445.922
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πριν από ένα μήνα
Μεταφράσεις
πριν από
ένα μήνα
→
مُنْذُ شَهْرٍ
→ před měsícem
→ en måned siden
→
Vor einem Monat
→
A month ago
→
hace un mes
→
Hace un mes
→ Kuukausi sitten
→
il y a un mois
→ prije mjesec dana
→
Un mese fa
→ 一か月前
→ 한 달 전에
→
een maand geleden
→
for en måned siden
→
Miesiąc temu
→
um mês atrás
→
há um mês atrás
→
Месяц назад
→ för en månad sedan
→ หนึ่งเดือนมาแล้ว
→
bir ay önce
→ Một tháng trước
→
一个月前
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πρέσβης
πρεσβυτεριανός
πρεσβύτερος
πρεσβυτικός
πρεσβύωπας
πρεσβυωπία
πρες-παπιέ
πρήζομαι
πρήζω
πρηνής
πρήξιμο
πρησμένος
Πρίαμος
πριαπισμός
πριγκήπισσα
πρίγκιπας
πριγκιπάτο
πριγκιπική
πριγκιπικό
πριγκιπικός
πριγκίπισσα
πρίζα
πριμ
πριμαβέρα
πριμαντόνα
πριμοδότηση
πριμοδοτώ
πρίμουλα
πριν
πριν από
πριν από ένα μήνα
πριν από μια εβδομάδα
πριν από τις πέντε
πριν από το καλοκαίρι
πριν να
πριόνι
πριονίδι
πριονίδια
πριονίζω
πριονωτός
πρίσμα
πρισματικός
προάγγελος
προάγω
προαγωγή
προαγωγός
προαιρερτικός
προαίρεση
προαιρετικά
προαιρετική
προαιρετικό
προαιρετικός
προαισθάνομαι
προαίσθημα
προαίσθηση
προαιώνια
προαιώνιο
προαιώνιος
προάλλες
προαναγγέλω
προαναφερθείς
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close