προεδρικός
(προωθήθηκε από προεδρικό)Μεταφράσεις
προεδρικός
(proeðri'kos) αρσενικόπροεδρική
(proeðri'ci) θηλυκόπροεδρικό
presidentialprésidentiel总统presidencialпрезидентский總統대통령大統領الرئاسةประธานาธิบดี (proeðri'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τον πρόεδρο προεδρικό διάταγμα προεδρικό μέγαρο