προεκλογικός
(προωθήθηκε από προεκλογική)Μεταφράσεις
προεκλογικός
(proekloʝi'kos) αρσενικόπροεκλογική
(proekloʝi'ci) θηλυκόπροεκλογικό
electioneleccionesWahlélectionвыборыverkiezingeleiçãoالانتخاباتwyboryизбори选举選舉valg選挙선거 (proekloʝi'ko) ουδέτεροεπίθετο
η περίοδος ετοιμασίας των εκλογών προεκλογικός αγώνας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.