προκριματικός
(προωθήθηκε από προκριματική)Μεταφράσεις
προκριματικός
(prokrimati'kos) αρσενικόπροκριματική
(prokrimati'ci) θηλυκόπροκριματικό
(prokrimati'ko) ουδέτεροεπίθετο
πριν από την τελική κρίση προκριματικός αγώνας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.