Προκόβω - ορισμός του προκόβω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%ba%cf%8c%ce%b2%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.935.086.261
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προκόβω
Μεταφράσεις
προκόβω
thrive
(
pro'kovo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
προοδεύω
réussir progresser
προκόβω στις σπουδές μου
réussir dans ses études
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προιωνίζομαι
πρόκα
προκαθορίζω
προκαθορισμένος
προκάλεσα
προκαλώ
προκαλώ ανία
προκάμβρια
προκαταβάλλω
προκαταβολή
προκαταβολικά
προκαταλαμβάνω
προκατάληψη
προκαταρκτική
προκαταρκτικό
προκαταρκτικός
προκατασκευασμένο
προκατειλημμένη
προκατειλημμένο
προκατειλημμένος
προκάτοχος
προκειμένου
πρόκειται
προκήρυξη
προκηρύσσω
πρόκληση
προκλητικά
προκλητική
προκλητικό
προκλητικός
προκόβω
προκοίλι
προκομμένη
προκομμένο
προκομμένος
προκοπή
προκρατώ
προκριματική
προκριματικό
προκριματικός
προκρίνομαι
πρόκριση
προκυμαία
προκύπτει
προκύπτω
πρόλαβα
προλαβαίνω
προλαμβάνω
προλέγω
προλεταριακός
προλεταριάτο
προλετάριος
προλεχθείς
προληπτική
προληπτικό
προληπτικός
πρόληψη
προλίνη
πρόλοβος
προλογίζω
πρόλογος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close