Προλαμβάνω - ορισμός του προλαμβάνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%bb%ce%b1%ce%bc%ce%b2%ce%ac%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.720.557.005
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προλαμβάνω
Μεταφράσεις
προλαμβάνω
prévenir
,
empêcher
προλαμβάνω
anticipate
,
prevent
προλαμβάνω
يـَمْنَع
προλαμβάνω
zabránit
προλαμβάνω
forhindre
προλαμβάνω
verhindern
προλαμβάνω
impedir
προλαμβάνω
estää
προλαμβάνω
spriječiti
προλαμβάνω
impedire
προλαμβάνω
防ぐ
προλαμβάνω
예방하다
προλαμβάνω
voorkomen
προλαμβάνω
hindre
προλαμβάνω
zapobiec
προλαμβάνω
prevenir
προλαμβάνω
предотвращать
προλαμβάνω
förhindra
προλαμβάνω
ป้องกัน
προλαμβάνω
önlemek
προλαμβάνω
ngăn ngừa
προλαμβάνω
预防
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προκατειλημμένη
προκατειλημμένο
προκατειλημμένος
προκάτοχος
προκειμένου
πρόκειται
προκήρυξη
προκηρύσσω
πρόκληση
προκλητικά
προκλητική
προκλητικό
προκλητικός
προκόβω
προκοίλι
προκομμένη
προκομμένο
προκομμένος
προκοπή
προκρατώ
προκριματική
προκριματικό
προκριματικός
προκρίνομαι
πρόκριση
προκυμαία
προκύπτει
προκύπτω
πρόλαβα
προλαβαίνω
προλαμβάνω
προλέγω
προλεταριακός
προλεταριάτο
προλετάριος
προλεχθείς
προληπτική
προληπτικό
προληπτικός
πρόληψη
προλίνη
πρόλοβος
προλογίζω
πρόλογος
προμαγειρεμένος
προμαχώνας
προμελετημένη
προμελετημένο
προμελετημένος
προμήθεια
προμήθειο
προμηθεύομαι
προμηθευτής
προμηθεύτρια
προμηθεύω
προμηνύεται
προμήνυμα
προμηνύω
προμνησία
προνεύω
προνόησα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close