Προμαγειρεμένος - ορισμός του προμαγειρεμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b3%ce%b5%ce%b9%cf%81%ce%b5%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.655.021.826
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προμαγειρεμένος
Μεταφράσεις
προμαγειρεμένος
مَطْهُوّ
προμαγειρεμένος
předvařený
προμαγειρεμένος
færdiglavet
προμαγειρεμένος
vorgekocht
προμαγειρεμένος
ready-cooked
,
ready-to-serve
προμαγειρεμένος
precocido
,
precocinado
προμαγειρεμένος
valmiiksi keitetty
προμαγειρεμένος
préparé
προμαγειρεμένος
gotov
προμαγειρεμένος
precotto
προμαγειρεμένος
調理済みの
προμαγειρεμένος
이미 익혀진
προμαγειρεμένος
kant-en-klaar
προμαγειρεμένος
ferdigkokt
προμαγειρεμένος
gotowy do spożycia
προμαγειρεμένος
já cozido
,
já cozinhado
προμαγειρεμένος
приготовленный
προμαγειρεμένος
färdiglagad
προμαγειρεμένος
ที่สุกแล้ว
προμαγειρεμένος
hazır yemek
προμαγειρεμένος
nấu sẵn
προμαγειρεμένος
事先煮好的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προκοίλι
προκομμένη
προκομμένο
προκομμένος
προκοπή
προκρατώ
προκριματική
προκριματικό
προκριματικός
προκρίνομαι
πρόκριση
προκυμαία
προκύπτει
προκύπτω
πρόλαβα
προλαβαίνω
προλαμβάνω
προλέγω
προλεταριακός
προλεταριάτο
προλετάριος
προλεχθείς
προληπτική
προληπτικό
προληπτικός
πρόληψη
προλίνη
πρόλοβος
προλογίζω
πρόλογος
προμαγειρεμένος
προμαχώνας
προμελετημένη
προμελετημένο
προμελετημένος
προμήθεια
προμήθειο
προμηθεύομαι
προμηθευτής
προμηθεύτρια
προμηθεύω
προμηνύεται
προμήνυμα
προμηνύω
προμνησία
προνεύω
προνόησα
προνοητική
προνοητικό
προνοητικός
προνοητικότητα
πρόνοια
προνομιακός
προνόμιο
προνομιούχα
προνομιούχο
προνομιούχος
προνοώ
προνύμφη
προξενείο
προξενητής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close