προμελετημένος
(προωθήθηκε από προμελετημένο)Μεταφράσεις
προμελετημένος
(promeleti'menos) αρσενικόπρομελετημένη
(promeleti'meni) θηλυκόπρομελετημένο
aforethought (promeleti'meno) ουδέτεροεπίθετο
προσχεδιασμένος προμελετημένη πράξη
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.