προοδευτικός
(προωθήθηκε από προοδευτική)Μεταφράσεις
προοδευτικός
(prooðefti'kos) αρσενικόπροοδευτική
(prooðefti'ci) θηλυκόπροοδευτικό
progressiveprogressif, progressisteprogressiveprogressivaprogressivoпостепенното进步進步progresivníプログレッシブ진보 (prooðefti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι συντηρητικός έχω προοδευτικές ιδέες
2. βαθμιαίος προοδευτική άνοδος της θερμοκρασίας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.