προοδευτικός
(προωθήθηκε από προοδευτικό)Μεταφράσεις
προοδευτικός
(prooðefti'kos) αρσενικόπροοδευτική
(prooðefti'ci) θηλυκόπροοδευτικό
progressiveprogressif, progressisteprogressivaプログレッシブпостепенното进步progresivníprogressive진보progressivo進步 (prooðefti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι συντηρητικός έχω προοδευτικές ιδέες
2. βαθμιαίος προοδευτική άνοδος της θερμοκρασίας