Προσαγωγός - ορισμός του προσαγωγός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b1%ce%b3%cf%89%ce%b3%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.596.138.355
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προσαγωγός
Μεταφράσεις
προσαγωγός
adductor
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προπένιο
πρόπερσι
προπηλακίζω
προπιονικό οξύ
προπληρωμένος
πρόποδες
προπολεμικός
προπόνηση
προπονητής
προπονήτρια
προπονούμαι
προπονούμενος
προπονώ
προπορεύομαι
πρόποση
προπτυχιακός φοιτητής
πρόπτωση
προπυλένιο
πρόρρηση
προς
πρός
προς ανατολάς
προς στιγμή
προς τα εμπρός
προς τα νότια
προς τα πάνω
προς τα πίσω
προς τη δύση
προς το κάτω πάτωμα
προς το παρόν
προσαγωγός
προσάναμμα
προσανατολίζομαι
προσανατολίζω
προσανατολισμός
προσαράσσω
προσαρμογή
προσαρμόζομαι
προσαρμόζω
προσαρμόσιμος
προσαρμοσμένος
προσαρμοστική
προσαρμοστικό
προσαρμοστικός
προσαρμοστικότητα
προσάρτημα
προσάρτηση
προσάρτμημα
προσαρτώ
προσαύξηση
προσβάλλομαι
προσβάλλω
πρόσβαση
προσβάσιμος
προσβεβλημένη
προσβεβλημένο
προσβεβλημένος
προσβλητική
προσβλητικό
προσβλητικός
προσβολή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close