προσαρμοστικός
(προωθήθηκε από προσαρμοστική)Μεταφράσεις
προσαρμοστικός
(prosarmosti'kos) αρσενικόπροσαρμοστική
(prosarmosti'ci) θηλυκόπροσαρμοστικό
adaptive (prosarmosti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που προσαρμόζεται εύκολα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.